- συναδέλφωση
- η, Νδημιουργία φιλικών σχέσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συναδελφώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συναδέλφωσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζούζουλα, Ελένη — (Αίγιο 1870 – Αθήνα 1936). Λογία. Το 1908 ίδρυσε στην Αθήνα την Παιδική Αδελφοσύνη, ως τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, που αποσκοπούσε στη συναδέλφωση παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1916. Τα βιβλία της είναι… … Dictionary of Greek
Ιωαννίδης, Ιωάννης — (Καβάλα 1931 –).Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυττού και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αγγλική φιλολογία)· έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Καλιότσος, Παντελής — (Αθήνα 1925 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία και, κυρίως, με το μυθιστόρημα και το θέατρο. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958 με το έργο Η θλιβερή ιστορία μιας κουτσουλιάς. Ακολούθησαν τα έργα Ο μεσαίος τοίχος (1965), Οι… … Dictionary of Greek
οικουμενισμός — ο πολιτική θεωρία που πιστεύει στην ένωση και συναδέλφωση όλης της ανθρωπότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)